- ἀπαλείψῃς
- ἀπαλείφωwipe offaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποθηκοφυλακείο — το, Ν (νομ.) η υπηρεσία και το κατάστημα εγγραφής, φύλαξης και απάλειψης τών υποθηκών, τών κατασχέσεων, τών διεκδικητικών αγωγών και, γενικά, κάθε μεταγραπτέας, κατά νόμο πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθηκοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποθηκοφυλακεῖον … Dictionary of Greek